- λευκοθώραξ
- λευκοθώραξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορεί λευκό θώρακα («ἦσαν ἱππεῑς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
λευκοθώρακες — λευκοθώρᾱκες , λευκοθώραξ with white cuirass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)